COSMOS
Εγκαίνια: 12.12.2015, Διάρκεια: 02.02.2016
Φορές, η ζωγραφική είναι μια ονειροποιητική μηχανή που μας ταξιδεύει. Φορές πάλι, ένας μοχλός πίεσης ώστε να δούμε τα πράγματα αλλιώς ή μάλλον, ώστε να δούμε τα πράγματα με το πιο αληθινό τους πρόσωπο, το πάντοτε κρυμμένο στο σκοτάδι. Εξάλλου, το σκοτάδι είναι αναγκαίο για να γεννηθεί το φως. Προσωπικά, υπερασπίζομαι τη ζωγραφική γιατί αυτή είναι η πανάρχαιη μήτρα εικόνων που δίνει ιδέες και τροφοδοτεί με έμπνευση εκφράσεις, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, όσο η φωτογραφία και το σινεμά ή η video art και τα γκράφιτι. Παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον, εδώ και χρόνια, τη δουλειά του Μανώλη Αναστασάκου, κυρίως γιατί ο ίδιος συνδυάζει πολλούς και διαφορετικούς τρόπους έκφρασης ώστε να προσεγγίσει το όραμά του αλλά και γιατί, είναι τόσο τέλειος γνώστης των δυνατοτήτων που κρύβουν τα διάφορα υλικά, ώστε να βγάζει από αυτά την άυλη τους υπόσταση, δηλαδή την ιδέα τους. Ώστε να βγάζει από την σάρκα πνέμα, όπως θα ‘λεγε ο συμπατριώτης του Νίκος Καζαντζάκης. Με ενδιαφέρει επίσης, η κοινωνική παρέμβαση του Αναστασάκου μέσα από τα γκράφιτι που δημιουργεί στην πόλη, είτε μόνος του είτε με συνεργάτες, καθώς έτσι δημιουργείται μια καινούργια επική παράδοση αφήγησης στο αστικό τοπίο, ξεκομμένη από την διακοσμητική-αγοραία χρήση της ζωγραφικής εικόνας. Αλλά και ως ζωγράφος του καβαλέτου, ο Αναστασάκος πολύ συχνά καινοτομεί καθώς αρύεται στοιχεία από όλη τη ζωγραφική παράδοση του δυτικού κόσμου και τα μπολιάζει με τις ανάγκες και τη γλώσσα του σήμερα. Από την εικονοποιία του Ιερώνυμου Μπος ή του Γκόγια ως την παραφορά των Ρομαντικών του 19ου, από τους μύθους και τα σύμβολα του Μεσαίωνα ως τα pixels της ψηφιακής γλώσσας και τα κόμιξ, ο καλλιτέχνης φιλοτεχνεί συνθέσεις που αντέχουν σε πολλαπλές αναγνώσεις και που δεν διεκπεραιώνουν μια αισθητική άποψη αλλά την δημιουργούν εξ υπαρχής. Τον Μανώλη Αναστασάκo απασχολεί πολύ, και θεωρητικά και πρακτικά, η φωτογραφία και η δυναμική της ως προς την πιστή καταγραφή της πραγματικότητας. Δηλαδή εκείνη τη στιγμή που ρέει, που διαρρέει και που χάνεται… Ίσως η φωτογραφία να είναι το πιο δραματικό μέσο έκφρασης, αληθινό αντηχείο θανάτου. Η εκδίκηση του χρόνου-Κρόνου απέναντι στην ανθρώπινη ματαιοδοξία της νεότητας. Αυτής της αρρώστιας που γίνεται ανίατη κατά την περίοδο του γήρατος, εννοώ την νεότητα, και που δεν θεραπεύεται παρά μόνο στα χαρώνεια μέγαρα. Δείτε την όποια φωτογραφία του χθες. Είναι σαν να συμβαίνει τώρα -η μεγάλη παραίσθηση του μέσου-, κι όμως, μπορεί να έλαβε χώρα μισόν αιώνα πριν. Όλοι οι εικονιζόμενοι, λαμπεροί και νέοι, κάποτε. Όπως ποτέ πια. Όπως ποτέ πια η χαρά που υπήρξε κάποτε. Η ομορφιά. Όχι η δική τους. Η δική μας. Να τι εννοώ όταν μιλώ για πένθος: αναφέρομαι στην ύστατη ευκαιρία για το πάθος. Το μόνο ξόρκι μας εναντίον του θανάτου. Πριν καταστούμε απλώς μια φωτογραφία που θα περιφέρουν με συγκίνηση οι επόμενοι. Στην εικονοποιία του Αναστασάκου όλοι αυτοί οι προβληματισμοί είναι παρόντες. Η μάχη ανάμεσα στη χειροποίητη και τη μηχανική εικόνα, ανάμεσα στις γραφές του καμβά και τη μεγάλη χειρονομία στον τοίχο, ανάμεσα στην κατασκευαστική διαδικασία και την ελεύθερη έκφραση μαίνεται σταθερά και χωρίς να διαφαίνεται γρήγορη η έκβαση της. Η λεπτή ισορροπία αλλά και η διακινδύνευση είναι σταθερά τα ζητούμενα. Στα θέματά του ο μικρόκοσμος της ζωής ενός γυρίνου ή μιας προνύμφης και ο μεγάκοσμος ενός σύμπαντος που περικλείει πολλά σύμπαντα ακόμα, συγκλίνουν σε ένα κοινό μυστικό που μόνον η τέχνη, δηλαδή ο άνθρωπος, μπορεί να διαλευκάνει και εν τέλει να κατανοήσει. Το μυστικό της ζωής; Το μυστήριο του θανάτου; Η τρέλα του έρωτα; Η στιγμή που γίνεται αιώνας; Ο αιώνας που χωράει σε ένα δάκρυ; Το δάκρυ που μπορεί να χρωματίσει μια ολόκληρη θάλασσα; Η ψυχή που κρέμεται από το σώμα της όπως το πανί απ’ το κατάρτι; Δεν είμαι βέβαιος για την απάντηση. Ούτε εξάλλου και ο καλλιτέχνης ο ίδιος. Και δεν πρέπει. Επειδή τέχνη είναι περισσότερο αυτή η τρομακτική διερώτηση που αντηχεί παράταιρη στο χάος του σύμπαντος και λιγότερο μια εφησυχασμένη απάντηση. Γίνονται όλα αυτά εικόνες; Συχνά στα χέρια του Μανώλη Αναστασάκου γίνονται. Άλλοτε με μινιατουρίστικη ακρίβεια, άλλοτε με την εμπλοκή μιας τεχνικής που αξιοποιεί λύσεις μηχανικής ή ηλεκτρικής ενέργειας κι άλλοτε με τις μεγάλες χειρονομίες πάνω στους τοίχους και τα σόκορα των πολυκατοικιών, ο καλλιτέχνης επιχειρεί να πει τη δική του προσωπική αλήθεια: Πως δηλαδή, από τη φύση στον άνθρωπο κι από τον άνθρωπο στη φύση, ο μόνος δρόμος που έχει επάρκεια και αξίζει τον κόπο να περπατηθεί είναι η τέχνη. Ένα δικαίωμα που το έχουν βέβαια όλοι, αλλά το αξιοποιούν πολύ λίγοι. Ένας μεγάλος Ισπανός ποιητής, ο Antonio Machado διατύπωσε αυτή τη μεγάλη αλήθεια κάπως έτσι στο ποίημά του «Al andar Caminante»: Οδοιπόρε δεν υπάρχει δρόμος. Τον δρόμο θα τον φτιάξεις εσύ περπατώντας…
Μάνος Στεφανίδης Ιστορικός Τέχνης Αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής, ΕΚΠΑ.
Πώς μπορεί η υπερβολή να συμβαδίζει με τη φρόνηση; O χρωματικός και στυλιστικός κορεσμός με την εγκράτεια μιας ασκητικής αισθητικής; Και με ποιόν τρόπο μπορεί να συνδιαλέγεται παραγωγικά μία έκπτωτη αξία με το όραμα της αναδημιουργίας και της αναγέννησης; Ο Μανώλης Αναστασάκος αφηγείται την περιπετειώδη αλλά και μελαγχολική περιπλάνησή του σε έναν αποκαλυπτικό κόσμο εννοιολογικών κι αισθητικών αντιθέσεων, επιζητώντας τη συμφιλίωση, το δίδαγμα, την ελευθερία. Ορμώμενος από μία ουσιαστική ανάγκη περιπατητικής θεώρησης της εμπειρικής πραγματικότητας, συχνά συλλέγει τυχαία υλικά, θραύσματα και υπολείμματα. Σε επίπεδο αισθητικής προσέγγισης, συνταιριάζει την ποιητικότητα του objet trouvé με ένα ευρύ κι επιμελώς μελετημένο φάσμα εκφραστικών μέσων, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το σχέδιο, το ζωγραφικό κολάζ, τη φωτογραφία, την εγκατάσταση και τη γλυπτική. Δεν διστάζει να συνδυάσει στο ίδιο έργο ετερόκλητες αισθητικές αναφορές, να πειραματιστεί με τη συναρμογή ποπ, ρεαλιστικών, σουρεαλιστικών, μίνιμαλ και μπαρόκ τεχνοτροπιών, να εξερευνήσει την απόσταση που χωρίζει το «πομπώδες» από το «απέριττο» και τελικά, ακόμα και να αναδείξει κοινούς τόπους μεταξύ τους. Συνήθως, ως κοινός τόπος αναδεικνύεται η παραγωγή του παλίμψηστου. Η αδιάκοπη επεξεργασία των υλικών συντελείται σε πολλαπλά επίπεδα που προστίθενται συνεχώς στην πρωταρχική επιφάνεια, έτσι ώστε η σύνθεση, στην τελική της μορφή, να επιστρέφει σε ένα σημείο «μηδέν»: ο πλεονασμός σωπαίνει και η αφθονία γίνεται απουσία. Η μετάβαση από την υπερβολή στην αφαίρεση πραγματοποιείται επίσης μέσα από τεχνικές επικάλυψης, οι οποίες συμπορεύονται πάντα με την συμβολική νοηματοδότηση του εκάστοτε έργου: λευκό – γκρι επίχρισμα για την αίσθηση της «απώλειας» ή την εκπνοή της απλότητας και της αθωότητας, χρυσό ως παραπομπή στο υπερβατικό και το θρησκευτικό στοιχείο, ως αναφορά στον «χαμένο θησαυρό», στο χρήμα και τη ματαιότητα. Ο Μανώλης Αναστασάκος διεισδύει στον κόσμο του Μύθου, αντιπαραβάλλοντας αλληγορίες της μυθολογικής γραμματικής και της θρησκευτικής παράδοσης ή τον Μύθο της Φύσης και της Τέχνης αυτής καθεαυτής, με τους ψευδαισθησιακούς μύθους της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο λαβύρινθος, ο μίτος, η Σφίγγα, ο Ίκαρος, ο σκαραβαίος, το τάμα, το χρήμα και οι νέες τεχνολογίες είναι λίγα μόνο από τα σύμβολα που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον αυτοεγκλωβισμό του σύγχρονου ανθρώπου στην πλάνη της προόδου, την αδυναμία αυτοπαρατήρησής του και σύνδεσής του με την Ιστορία και τη Φύση, τις συνέπειες σύγχρονων τεχνολογικών πειραματισμών, την οικολογική ασυνειδησία, την έκπτωση του έρωτα, τη διαστρεβλωμένη αντίληψη της ελευθερίας στο πλαίσιο μίας φαινομενικά λογοκρατούμενης κοινωνίας. Ο μυθολογικός συγκρητισμός ωστόσο δεν εξαντλείται σε προϋπάρχουσες μεταφορές. Ο καλλιτέχνης επινοεί ευφάνταστους συνειρμικούς συσχετισμούς όπου αποτυπώνει με χαρακτηριστικά απλό και μεστό αισθητικό λόγο τους προβληματισμούς του για το ανεκπλήρωτο ταξίδι προς την αυτογνωσία («Future is calling», «Now», «Eva»). Ακόμα, αξιοποιεί σημειολογικά και με διάθεση σκωπτική συστήματα πρώιμων παραστάσεων και εννοιών (στοιχεία πρωτογονισμού, ιερογλυφικά, απολιθώματα καθώς και αρχαιολογικές παραπομπές ή στοιχειώδη συστατικά οργανικής ύλης) άλλοτε για να προσδώσει στο έργο του την αίσθηση της πληρότητας και άλλοτε για να προτείνει μία ολιγαρκή, ασκητική προσέγγιση της σύγχρονης εμπειρίας. Σε μια πιο βαθιά όμως ανάγνωση, ο επίλογος του Μανώλη Αναστασάκου δεν είναι ένας ακόμη θρηνολογικός στοχασμός. Η «σιωπή», ως αισθητικό και νοηματικό απόσταγμα του έργου του, είναι κυρίως αυτοαναφορική ˙ ο δημιουργός αυτοαναιρείται και αποφαίνεται ότι «ο ανώτατος βαθμός της Άσκησης λέγεται Σιγή (…) Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της Άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους ˙ καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύθερος. Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο» (Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική-Salvatores Dei).
Βάνα Βερροιοπούλου Υποψήφια Διδάκτωρ Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης – Αισθητικής (ΑΣΚΤ – Université Paris VIII)
Ο χρόνος και ο χώρος φαίνεται να απουσιάζουν στον «Κόσμο» του Μανώλη Αναστασάκου, καθώς διεγείρει την συλλογική μας μνήμη μέσα από μια ευφυέστατη ανάμειξη αρχετυπικών μοτίβων και σύγχρονων απεικονίσεων που μόνο ως μαρτυρία του πνεύματος της εποχής μας (zeitgeist) μπορεί να ιδωθεί. Δημιουργώντας έναν κόσμο από αντιφατικά και, την ίδια στιγμή, συμπληρωματικά στοιχεία, ο καλλιτέχνης ρίχνει μια προσεκτική ματιά στις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου ο οποίος κυριαρχείται από την ενέργεια και τους νόμους του σύμπαντος: ο Αναστασάκος μας ταξιδεύει σε μια διαδρομή από τον εσωτερικό κόσμο του κάθε ατόμου στο χαοτικό σύμπαν, στο οποίο η ύπαρξη του ανθρώπου, συντριπτική όπως είναι για τον ίδιο, παραμένει εντούτοις ένα ασήμαντο, μόνο, συστατικό στοιχείο του Κύκλου της Ζωής. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την οπτική του για τον Κόσμο, η Επιστήμη και η Τέχνη (η τέχνη του να ξέρει κανείς πως να διαμορφώσει και να σφυρηλατήσει την ύλη) ενσωματώνουν την ανέλπιδη επιδίωξη του ανθρώπου να ξεφύγει από τον συνεχώς αυξανόμενο φόβο και την ασαφή απεραντοσύνη της προέλευσης των πραγμάτων από τις αρχέγονες δυνάμεις της φύσης. Η λέξη Κόσμος, ξυπνά αναπόφευκτα στη συνείδηση του καθενός, τις ανεξιχνίαστες δυνάμεις που δεν μπορούν να ελεγχθούν και να κυριαρχηθούν όπως μπορεί να γίνει από την λογική πλευρά του μυαλού που καθησυχάζεται μόνο με ότι υπόκειται στην πραγματικότητα και κατά συνέπεια είναι οργανωμένο: Κάθε στοιχείο που δύσκολα οριοθετείται μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια, γίνεται αισθητό ως πηγή άγχους και φόβου. Ο «Κόσμος», τείνει να καθιερώσει την τάξη και την αρμονία, αλλά αυτό αποτελεί μια τεράστια έννοια για να τη συλλάβει ο άνθρωπος που συχνά, μοιάζει μια την αντίθετη δύναμη, με το Χάος, κι ας είναι στην ουσία το Χάος, ο μοναδικός πραγματικός σύμμαχος. Πρόκειται για μια «ιερή» ένωση των συμπαντικών αντιθέτων: ο Κόσμος και το Χάος είναι οι πανταχού δυνάμεις που αλληλοσυμπληρώνονται και η μια δεν γίνεται να υπάρξει χωρίς την άλλη. Περιπλέκονται σε έναν αέναο χορό, σε μια δύνη, δημιουργώντας άπειρους συνδυασμούς από κόσμους και πραγματικότητες των οποίων οι νόμοι, παρά την πρόοδο της τεχνολογίας – η έννοια της οποίας παραπέμπει στην Τέχνη με την αρχική, αυθεντική σημασίας της- θα παραμένουν για πάντα άγνωστοι. Μέσα από αυτόν τον παγκόσμιο χορό των αιώνιων αντιθέσεων, η πολυσχιδής προσωπικότητα του Μανώλη Αναστασάκου, παίρνει σάρκα και οστά, οδηγώντας τις ψυχές μας στα βάθη της πιο αυθεντικής προέλευσης της ανθρώπινης φύσης. Η ανθρώπινη φύση, περισσότερο ή λιγότερο στη μεταμφίεση, είναι παρούσα, μέσα στους συνδυασμούς των μορφικών και εικονικών κωδικών και γλωσσών περνώντας από την πνευματική και αισθητική κληρονομιά της συλλογικής μας μνήμης για την τέχνη, στη δική του, μοναδική, εξαιρετικά προσωπική και δημιουργική προσέγγιση των σύγχρονων υλικών και χρωματικών εκφράσεων. Έπειτα, κάθε στοιχείο της τέχνης γίνεται το εύφορο έδαφος, πάνω στο οποίο ο Μανώλης Αναστασάκος, σαν σε μια δυναμική ροή, μέσα από την ύλη, την φόρμα και το χρώμα, τονίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα στοιχείο σε αυτόν τον κοσμικό δυισμό (δηλαδή, τον Κόσμο και το Χάος) ενώ αυτός/αυτή θεωρείται, την ίδια στιγμή, ως ένα ξεχωριστό κομμάτι αυτού των αιώνιου κύκλου ολότητας. Ο καλλιτέχνης, πιστεύει, πως το ανθρώπινο είδος μπορεί να σώσει την ουσία του, και σε αυτό το πλαίσιο, ο Αναστασάκος αναδεικνύει το σύγχρονο πρόβλημα ότι δηλαδή η αλματώδης αποξένωση του ανθρώπου από τη φύση, πηγαίνει χέρι με χέρι με την παραπλανητική, αυξανόμενη πεποίθησή του πως όλη αυτή η υπερμεγέθης κατανάλωση της τεχνολογίας, τον φέρνει πιο κοντά στην κοινωνική και προσωπική ευημερία. Ο Αναστασάκος, μας ενθαρρύνει να διασώσουμε τον αρμονικό διάλογο με τη φύση, κάτι που συνεπάγεται κατ’ ανάγκην με την οικοδόμηση μιας σχέσης με αυτήν, αποκαλύπτοντας εκ νέου μια χαμένη αυθεντική γλώσσα την οποία ο καλλιτέχνης με σύνεση και σαρκασμό, επί τούτου αρνείται να τεμαχίσει και να διαμελίσει για να τονίσει και να προσφέρει ακριβώς το αντίθετο: τη γλώσσα που μοναδικά και αναπόφευκτα ομιλείται από τον έρωτα, το θεϊκό σύμβολο, της δύναμης της συνδετικότητας και της παγκόσμιας, καθολικής συνείδησης. Ωστόσο, ο δημιουργός, παρουσιάζει έναν νικημένο και εγκαταλελειμμένο Έρωτα, ένα ακόμα θύμα της προσωρινής μας τύφλωσης και νωθρότητας οι οποίες, ακριβώς επειδή θρέφονται από ένα συνεχώς αυξανόμενο και ανήθικα άπληστο οικονομικό κέρδος, μας αναγκάζουν να αναγνωρίζουμε τον Έρωτα ως ένα αποκλειστικά καταναλωτικό προϊόν για ιδιοτελή χρήση. Οι δημιουργίες του Αναστασάκου, φορείς προτάσεων αναμεμειγμένες σε ένα πυκνό εικονιστικό θέμα, όλες μαζί ως σύνολο αλλά και μια- μια σαν σε έναν μαγικό κύκλο, αποτελούν μια πρόσκληση στο ταξίδι της μύησης μέσα στον λαβύρινθο της ζωής όπως ο καλλιτέχνης το φαντάστηκε μέσα στην ολότελα δική του σειρά «Cosmos». Μέσα από την επιδέξια τεχνική του, ο καλλιτέχνης γίνεται ο συνθέτης ενός δικού του σύμπαντος, έναν τόπο ψυχής που εμφορείται από τις αιώνιες αρχετυπικές εικόνες συνυφασμένες με τα επαναλαμβανόμενα σύγχρονα μοτίβα, επικοινωνεί την καταρρέουσα και χαοτική σύγχρονη κατάσταση του ανθρώπου που, σαν τον μπερδεμένο και εξαπατημένο καταναλωτή, πιστεύει στην ψευδαίσθηση πως η τεχνολογία μπορεί να τον απελευθερώσει από τις αβεβαιότητες και τις αμφιβολίες που απορρέουν από τον χρόνο: τη μεγαλύτερη, εξ΄ανάγκης, των εφευρέσεων- συμβάσεων.
Ρίνο Σαμπέλα, Σχολιαστής Τέχνης